Απελπισμένος στα αλβανικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pashpresë, pashpresë, e pashpresë, të pashpresë, pa shpresë
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας αλβανικά, απελπισμένος στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα αλβανικά - dëboj, përjashtoj, dëbuar, dëbojnë, të dëbuar
- απελευθερώνω στα αλβανικά - çliroj, çliruar, të çliruar, çlirimin, çlirimin e
- απενεργοποιώ στα αλβανικά - disable, çaktivizoni, çaktivizojeni, çaktivizuar, të çaktivizoni
- απερίσκεπτος στα αλβανικά - i pakujdesur, i pavëmendshëm, pakujdesur, pavëmendshëm, pakonsideratë
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i pashpresë, pashpresë, e pashpresë, të pashpresë, pa shpresë
Μεταφράσεις: i pashpresë, pashpresë, e pashpresë, të pashpresë, pa shpresë