Απελπισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
безнадежна, безнадежно, безнадежни, безизлезна, безнадежен
Απελπισμένος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, απελπισμένος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα σλαβομακεδονικά - протера, протераат, избрка, ги избрка, протерување на
  • απελευθερώνω στα σλαβομακεδονικά - ослободиме, ослободат, ја ослободат, се ослободат, се ослободи
  • απενεργοποιώ στα σλαβομακεδονικά - оневозможи, оневозможите, се оневозможи, исклучите, го исклучите
  • απερίσκεπτος στα σλαβομακεδονικά - невнимателен
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: безнадежна, безнадежно, безнадежни, безизлезна, безнадежен