Απελπισμένος στα ισλανδικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vanlaus, vonlaust, vonlaus, vonleysi, vonlausu, vonlausar
Απελπισμένος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απελπισμένος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα ισλανδικά - reka, losna, losna við, að losna, að losna við
  • απελευθερώνω στα ισλανδικά - frelsa, að frelsa
  • απενεργοποιώ στα ισλανδικά - slökkva, slökkva á, gera óvinnufæran, slökkt, óvinnufæran
  • απερίσκεπτος στα ισλανδικά - hugsunarlaus, bráður, tillitslaus
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: vanlaus, vonlaust, vonlaus, vonleysi, vonlausu, vonlausar