Απελπισμένος στα σουηδικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hopplös, hopplöst, hopplösa, hopplöshet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, απελπισμένος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα σουηδικά - utvisa, driva ut, driva, utesluta, utvisning
- απελευθερώνω στα σουηδικά - befria, frigöra, frigör, befriar, frisätta
- απενεργοποιώ στα σουηδικά - inaktivera, avaktivera, inaktiverar, stänga, stänga av
- απερίσκεπτος στα σουηδικά - tanklös, utslag, mötesetikett, inconsiderate, hänsynslös, hänsynslöst, hänsynslösa
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hopplös, hopplöst, hopplösa, hopplöshet
Μεταφράσεις: hopplös, hopplöst, hopplösa, hopplöshet