Απελπισμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beviltiškas, beviltiška, beviltiškai, beviltiškos, nusivylęs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απελπισμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα λιθουανικά - išvaryti, pašalinti, išsiųsti, išsiųsti iš šalies, išstumkite
- απελευθερώνω στα λιθουανικά - išlaisvinti, išvaduoti, išlaisvina, atpalaiduoti, išsilaisvinti
- απενεργοποιώ στα λιθουανικά - sugadinti, išjungti, neleisti, išjunkite, uždrausti
- απερίσκεπτος στα λιθουανικά - neapdairus, Neįdėmiai, nedėmesingas, Neįdėmiai prie, nepaisant kitų eismo
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: beviltiškas, beviltiška, beviltiškai, beviltiškos, nusivylęs
Μεταφράσεις: beviltiškas, beviltiška, beviltiškai, beviltiškos, nusivylęs