Απελπισμένος στα τσεχικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zoufalý, beznadějný, zuřivý, neblahý, náruživý, zhoubný, zlověstný, beznadějné, beznadějná, beznadějně, bezvýchodná
Απελπισμένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, απελπισμένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα τσεχικά - vypovědět, vypudit, vyhostit, vytlačovat, vyhánět, vyloučit, vyhnat, ...
  • απελευθερώνω στα τσεχικά - osvobodit, emancipovat, propustit, zrovnoprávnit, vyprostit, vymanit, osvobození, ...
  • απενεργοποιώ στα τσεχικά - zneškodnit, zmrzačit, vypnout, vyřadit, zablokovat, zakázat, deaktivovat, ...
  • απερίσκεπτος στα τσεχικά - nepředložený, prudký, nerozvážný, nešetrný, vyrážka, ztřeštěný, bezmyšlenkovitý, ...
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zoufalý, beznadějný, zuřivý, neblahý, náruživý, zhoubný, zlověstný, beznadějné, beznadějná, beznadějně, bezvýchodná