Απελπισμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incurabil, deznădăjduit, fără speranță, fara speranta, disperată, speranță
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, απελπισμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα ρουμανικά - deporta, expulza, expulzeze, expulzare, elimina, a expulza
- απελευθερώνω στα ρουμανικά - elibera, elibereze, eliberarea, a elibera, eliberează
- απενεργοποιώ στα ρουμανικά - dezactivați, dezactiva, a dezactiva, dezactivarea, dezactivează
- απερίσκεπτος στα ρουμανικά - nechibzuit, nechibzuită, nechibzuita, neînțelept, nepăsătoare
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: incurabil, deznădăjduit, fără speranță, fara speranta, disperată, speranță
Μεταφράσεις: incurabil, deznădăjduit, fără speranță, fara speranta, disperată, speranță