Απελπισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απελπισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα βουλγαρικά - изключвам, експулсира, експулсиране, изгони, експулсират
- απελευθερώνω στα βουλγαρικά - освобождава, освобождавам, освободи, освободят, се освободят, освободим
- απενεργοποιώ στα βουλγαρικά - правя неспособен, деактивирате, забраните, изключите, деактивиране
- απερίσκεπτος στα βουλγαρικά - необмислен, невнимателен, неделикатен, необмислено, невнимателни
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното
Μεταφράσεις: безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното