Απελπισμένος στα δανικά
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
håbløs, håbløst, håbløse, haabløs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, απελπισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα δανικά - bortvise, udvise, uddrive, udvisning, udsende
- απελευθερώνω στα δανικά - befri, frigøre, frigive, frigør, at befri
- απενεργοποιώ στα δανικά - deaktivere, deaktiverer, deaktiveres, deaktiver, slå
- απερίσκεπτος στα δανικά - forteelser, taktløst, hensynsløs, ubetænksom, hensynsløse
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: håbløs, håbløst, håbløse, haabløs
Μεταφράσεις: håbløs, håbløst, håbløse, haabløs