Απελπισμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
umutsuz, ümitsiz, umutsuz bir, çaresiz, hopeless
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελπισμένος
απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, απελπισμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απελαύνω στα τούρκικα - kovmak, çıkarmak, sınırdışı, sınır dışı, ihraç
- απελευθερώνω στα τούρκικα - kurtarmak, serbest, özgürleştirmek, çıkmasına, açığa
- απενεργοποιώ στα τούρκικα - sakatlamak, devre dışı, devre dışı bırakmak, kaldırmak, devre dışı bırakın, devre dışı bırakma
- απερίσκεπτος στα τούρκικα - düşüncesiz, kızarıklık, dikkatsizlik, inconsiderate, düşüncesizce, düşüncesiz bir, saygısız
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: umutsuz, ümitsiz, umutsuz bir, çaresiz, hopeless
Μεταφράσεις: umutsuz, ümitsiz, umutsuz bir, çaresiz, hopeless