Γεμίζω στα αλβανικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plotësoj, ngarkoj, mbush, plotësoni, mbushur, të mbushur, të plotësoni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, γεμίζω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα αλβανικά - qesh, qeshur, e qeshur, qeshni
- γεμάτος στα αλβανικά - plotë, i plotë, plot, të plotë, e plotë
- γενέθλια στα αλβανικά - ditëlindje, ditëlindjen, ditëlindja, ditëlindjen e, ditëlindja e
- γενίκευση στα αλβανικά - përgjithësim, përgjithësimi, generalisation, përgjithësimin, përgjithësim i
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: plotësoj, ngarkoj, mbush, plotësoni, mbushur, të mbushur, të plotësoni
Μεταφράσεις: plotësoj, ngarkoj, mbush, plotësoni, mbushur, të mbushur, të plotësoni