Γεμίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yük, doldurmak, doldurun, doldurunuz, dolgu, dolduracak
Γεμίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, γεμίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γελώ στα τούρκικα - şaka, gülmek, kahkaha, bir kahkaha, laugh, bir gülmek
  • γεμάτος στα τούρκικα - tam, tüm, bütün, dolu, kullanıcının tam, tam bir
  • γενέθλια στα τούρκικα - doğum günü, birthday, doğum, doğumgünü, doğum günüm
  • γενίκευση στα τούρκικα - genelleme, genelleştirme, genelleştirilmesi, genellemesi, genellemedir
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yük, doldurmak, doldurun, doldurunuz, dolgu, dolduracak