Γεμίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferma, fylla, burður, hlaða, lesta, að fylla, fyllt, fylla út, fylla upp
Γεμίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γεμίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα ισλανδικά - hlæja, hlátur, að hlæja, hlægja, hlátri
  • γεμάτος στα ισλανδικά - fullur, Full, fullu, fullt, fullri
  • γενέθλια στα ισλανδικά - afmæli, Afmælisdagur, afmælið, með afmælið
  • γενίκευση στα ισλανδικά - alhæfing, alhæfingin, alhæfingu, alhæfing að, alhæfing sér
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ferma, fylla, burður, hlaða, lesta, að fylla, fyllt, fylla út, fylla upp