Γεμίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запълване, попълнете, запълни, напълнете, запълнят
Γεμίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γεμίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα βουλγαρικά - смях, смеят, се смеят, изсмя
  • γεμάτος στα βουλγαρικά - пълен, пълно, пълна, пълния, пълната
  • γενέθλια στα βουλγαρικά - рожден ден, Рождена дата, рождения ден, рожден
  • γενίκευση στα βουλγαρικά - обобщение, обобщаване, генерализация, обобщения, генерализиране
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: запълване, попълнете, запълни, напълнете, запълнят