Γεμίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
last, lasta, lass, plombera, börda, lassa, fylla, fyll, fyller, ange, att fylla
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, γεμίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα σουηδικά - skratta, skratt, skrattar, skratt för, för skratt
- γεμάτος στα σουηδικά - summa, full, total, fullt, hela, fullständig, fullständiga
- γενέθλια στα σουηδικά - födelsedag, födelsedags, födelsedagen, årsdag
- γενίκευση στα σουηδικά - generalisering, generalise, generalisera, generaliseringen, generaliseringar
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: last, lasta, lass, plombera, börda, lassa, fylla, fyll, fyller, ange, att fylla
Μεταφράσεις: last, lasta, lass, plombera, börda, lassa, fylla, fyll, fyller, ange, att fylla