Γεμίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запоўніць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, γεμίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα λευκορωσικά - смех, сьмех, рогат
- γεμάτος στα λευκορωσικά - поуны, поўны, поўная, Полный
- γενέθλια στα λευκορωσικά - дзень, день
- γενίκευση στα λευκορωσικά - абагульненне, ¢ нае абагульненне, нае абагульненне, абагульненьне
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: запоўніць
Μεταφράσεις: запоўніць