Γεμίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
krova, krovinys, našta, pildyti, poziciją, užpildyti, įveskite, užpildykite
Γεμίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γεμίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα λιθουανικά - juoktis, kvatoti, juokas, pokštas, pasijuokti, nusijuokti
  • γεμάτος στα λιθουανικά - pilnas, visas, ištisas, visiškai, visą, visa
  • γενέθλια στα λιθουανικά - gimimo diena, gimtadienis, gimtadienio, birthday
  • γενίκευση στα λιθουανικά - apibendrinimas, apibendrintas, apibendrinimo, generalizacija
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: krova, krovinys, našta, pildyti, poziciją, užpildyti, įveskite, užpildykite