Γεμίζω στα ισπανικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
henchir, colmar, llenar, carga, atiborrar, empastar, rellenar, llene, ocupar, rellene
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, γεμίζω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα ισπανικά - reír, carcajada, risa, la risa, risas
- γεμάτος στα ισπανικά - cabal, harto, relleno, completo, entero, lleno, total, ...
- γενέθλια στα ισπανικά - cumpleaños, de cumpleaños, cumple, del cumpleaños, cumpleaños de
- γενίκευση στα ισπανικά - generalización, la generalización, generalización de, de generalización, generalizaciones
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: henchir, colmar, llenar, carga, atiborrar, empastar, rellenar, llene, ocupar, rellene
Μεταφράσεις: henchir, colmar, llenar, carga, atiborrar, empastar, rellenar, llene, ocupar, rellene