Γεμίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tölt, töltse, töltse ki, írja, kitölteni
Γεμίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γεμίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα ουγγρικά - nevetés, nevetni, nevet, nevetve, nevetéssel
  • γεμάτος στα ουγγρικά - teli, hiánytalan, tele, kövérkés, kiadós, teljes, teljes körű, ...
  • γενέθλια στα ουγγρικά - születésnap, születésnapi, Születési ideje, születésnapját, születésnapja
  • γενίκευση στα ουγγρικά - általánosítás, általánosítása, általánossá, generalizációval, generalizálás
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tölt, töltse, töltse ki, írja, kitölteni