Γεμίζω στα δανικά

Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ladning, læs, byrde, fylde, udfylde, hans position, Udfyld, fyld
Γεμίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεμίζω

πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας δανικά, γεμίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γελώ στα δανικά - le, griner, grine, grin, latter
  • γεμάτος στα δανικά - total, hele, fuld, fulde, fuldt, fuldt ud
  • γενέθλια στα δανικά - fødselsdag, fødselsdagsgave, års fødselsdag, fødselsdagen
  • γενίκευση στα δανικά - generalisering, generaliseringen, generalisation, generalisere
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ladning, læs, byrde, fylde, udfylde, hans position, Udfyld, fyld