Γεμίζω στα σλοβακικά
Μετάφραση: γεμίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nálož, bremeno, plniť, náklad, vyplniť
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεμίζω
πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω αδειάζω τασάκια, γεμίζω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, γεμίζω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- γελώ στα σλοβακικά - smiech
- γεμάτος στα σλοβακικά - plno, plne, úplne, plnej miere, v plnej miere, plnom rozsahu
- γενέθλια στα σλοβακικά - narodeniny, narodenín
- γενίκευση στα σλοβακικά - zovšeobecnenie, zovšeobecnenia, zovšeobecnení, zovšeobecniť, zovšeobecneniu
Τυχαίες λέξεις
Γεμίζω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: nálož, bremeno, plniť, náklad, vyplniť
Μεταφράσεις: nálož, bremeno, plniť, náklad, vyplniť