Αγορεύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира
Αγορεύω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορεύω

αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγορεύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αγορίστικός στα βουλγαρικά - момчешки, момчешка, момчешко, момчешкото, момчешкия
  • αγοραστής στα βουλγαρικά - купувач, купувача, на купувача, купувачът
  • αγράμματος στα βουλγαρικά - неграмотен, неграмотни, неграмотните, неграмотно, неграмотна
  • αγριοκοιτάζω στα βουλγαρικά - ослепителен блясък, отблясъци, отблясъците, на отблясъците, блясък
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира