Αγορεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αγορεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα λιθουανικά - vaikiškas, Paauglio, gyvas, Chłopięcy, Chłopaczkowaty
- αγοραστής στα λιθουανικά - pirkėjas, pirkėjo, pirkėjui
- αγράμματος στα λιθουανικά - neraštingas, beraštis, neraštingi, neraštingais
- αγριοκοιτάζω στα λιθουανικά - spindėjimas, žibėti, žybsėti, lygus ir permatomas, bliksėti
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti
Μεταφράσεις: teisintis, remtis, remtis tuo, prašyti, ginti