Αγορεύω στα σουηδικά
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αγορεύω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα σουηδικά - boyish, pojkaktiga, pojkaktigt, pojkaktig, pojk
- αγοραστής στα σουηδικά - inköpare, köpare, avnämare, köparen, köparens
- αγράμματος στα σουηδικά - okunnig, analfabeter, analfabet, illiterat, illitterata, illitterat
- αγριοκοιτάζω στα σουηδικά - glans, sken, bländning, reflexer, reflex, glare, blänk
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat
Μεταφράσεις: åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat