Αγορεύω στα δανικά

Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe
Αγορεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορεύω

αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας δανικά, αγορεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγορίστικός στα δανικά - drenget, drengede, drengeagtig, drengeagtige, en drenget
  • αγοραστής στα δανικά - køber, køberen, købers, køberens
  • αγράμματος στα δανικά - analfabeter, analfabet, analfabetisk, er analfabeter
  • αγριοκοιτάζω στα δανικά - blænding, genskin, glare, reflekser, refleks
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: påberåbe, påberåbe sig, paaberaabe sig, paaberaabe