Αγορεύω στα τούρκικα
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmak, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αγορεύω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα τούρκικα - çocuksu, boyish, çocukça, çocuksu bir
- αγοραστής στα τούρκικα - alıcı, Alici, alıcının, bir alıcı
- αγράμματος στα τούρκικα - cahil, okuma yazma bilmeyen, okuma yazma bilmemektedir
- αγριοκοιτάζω στα τούρκικα - parıltı, parlama, kamaşma, glare, parlama önleyici
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: savunmak, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya
Μεταφράσεις: savunmak, mazeret, rica, itiraf, yalvarmaya