Αγορεύω στα ιταλικά
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, eccepire
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αγορεύω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα ιταλικά - fanciullesco, infantile, ragazzino, da ragazzo, giovanile
- αγοραστής στα ιταλικά - compratore, acquirente, committente, il compratore
- αγράμματος στα ιταλικά - ignorante, analfabeta, analfabeti, analfabete, illetterato, illetterati
- αγριοκοιτάζω στα ιταλικά - splendore, bagliore, abbagliamento, luce vivida, riverbero, luce
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, eccepire
Μεταφράσεις: perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, eccepire