Αγορεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arguir, adro, arrazoar, praça, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγορεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα πορτογαλικά - pueril, de menino, infantil, menino, juvenil
- αγοραστής στα πορτογαλικά - comprador, freguês, Compradora, Buyer, adquirente, o comprador
- αγράμματος στα πορτογαλικά - analfabeto, iletrado, analfabetos, analfabeta, analfabetas
- αγριοκοιτάζω στα πορτογαλικά - brilho intenso, olhar penetrante, brilho, o brilho, reflexo
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arguir, adro, arrazoar, praça, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar
Μεταφράσεις: arguir, adro, arrazoar, praça, pleitear, alegar, invocar, defender, implorar