Αγορεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маліць, прасіць, ўмольваць, умольваць, ўпрошваць
Αγορεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγορεύω

αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αγορεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αγορίστικός στα λευκορωσικά - хлапечы, хлапчукоўскі, хлапчуковы
  • αγοραστής στα λευκορωσικά - пакупнік
  • αγράμματος στα λευκορωσικά - непісьменны, няграматны, неабазнаны, неграмотный, неабазнаны і
  • αγριοκοιτάζω στα λευκορωσικά - блiскучы, яркае святло, яркае сьвятло, зыркае святло, бляск
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: маліць, прасіць, ўмольваць, умольваць, ўпрошваць