Αγορεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγορεύω
αγορεύω ομόρριζα, αγορεύω αρχικοί χρόνοι, αγορεύω κλίση αρχαία, αγορεύω σημασία, αγορεύω κλίση, αγορεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγορεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγορίστικός στα ολλανδικά - jongensachtig, jongensachtige, boyish, jongens-
- αγοραστής στα ολλανδικά - afnemer, klant, koper, de koper, kopers
- αγράμματος στα ολλανδικά - ongeletterd, onkundig, onontwikkeld, analfabeet, ongeletterde, analfabeten, analfabete
- αγριοκοιτάζω στα ολλανδικά - glans, schittering, verblinding, glare, schitteringen
Τυχαίες λέξεις
Αγορεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
Μεταφράσεις: pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren