Αθροιστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кумулативен, акумулативният, набирателна, акумулиращ, акумулативен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αθροιστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα βουλγαρικά - спорт, спортен, Спорт, Sports, Спортни, спорта
- αθλητικός στα βουλγαρικά - атлетичен, Атлетично, атлетична, лека атлетика, спортните
- αθωότητα στα βουλγαρικά - невинност, невиновност, невинността, невинен
- αθωώνω στα βουλγαρικά - оправдавам, реабилитирам, оправдае, оневини, оневинят
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кумулативен, акумулативният, набирателна, акумулиращ, акумулативен
Μεταφράσεις: кумулативен, акумулативният, набирателна, акумулиращ, акумулативен