Αθροιστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accumulativo, cumulativo, cumulativa, accumulativi, accumulative
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αθροιστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα ιταλικά - atletica, sportivo, Sport, Sports, sportiva, sportivi
- αθλητικός στα ιταλικά - atletico, Athletic, atletica, atletiche, sportivo
- αθωότητα στα ιταλικά - innocenza, innocence, l'innocenza, dell'innocenza, innocente
- αθωώνω στα ιταλικά - assolvere, discolpare, scagionare, discolpare la, discolparsi
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accumulativo, cumulativo, cumulativa, accumulativi, accumulative
Μεταφράσεις: accumulativo, cumulativo, cumulativa, accumulativi, accumulative