Αθροιστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulativo, cumulativo, acumulativa, acumulado, cumulativa
Αθροιστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αθροιστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα πορτογαλικά - esportes, Sports, Desportos, Desporto, esportes de
  • αθλητικός στα πορτογαλικά - atlético, Athletic, atlética, atleta, atletismo
  • αθωότητα στα πορτογαλικά - inocência, innocence, a inocência, infância innocence, inocente
  • αθωώνω στα πορτογαλικά - absolver, descriminar, desculpar, ilibar, exculpate, isentar de culpa
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acumulativo, cumulativo, acumulativa, acumulado, cumulativa