Αθροιστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birikmiş, birikimli, akümülatif, biriktirici, birikim
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αθροιστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα τούρκικα - spor, sporları, Sports, sporlar, sportif
- αθλητικός στα τούρκικα - atletik, Athletic, spor, sportif, atletizm
- αθωότητα στα τούρκικα - suçsuzluk, saflık, masumiyet, masum, innocence, masumiyeti
- αθωώνω στα τούρκικα - aklamak, temize, exculpate, temize çıkarmak, suçsuz çıkarmak
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: birikmiş, birikimli, akümülatif, biriktirici, birikim
Μεταφράσεις: birikmiş, birikimli, akümülatif, biriktirici, birikim