Αθροιστικός στα γερμανικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwachsend, geballt, gesamt, steigernd, Sammel, akkumulativen, kumulative, Akkumulations, kumulativen
Αθροιστικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αθροιστικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα γερμανικά - leichtathletik, Sport, Sportarten, Sports
  • αθλητικός στα γερμανικά - kräftig, sportlich, athletisch, sportliche, sportlichen, athletische
  • αθωότητα στα γερμανικά - arglosigkeit, unschuld, Unschuld, Unschulds, Unschuld zu, die Unschuld
  • αθωώνω στα γερμανικά - handeln, freisprechen, entlasten, exculpate, entschuldigen, zu entlasten
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anwachsend, geballt, gesamt, steigernd, Sammel, akkumulativen, kumulative, Akkumulations, kumulativen