Αθροιστικός στα φινλανδικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasautuva, kasautunut, kumulatiivinen, akkumulatiivinen, kertyviä, kertyvä, kertyvät, kertyvien
Αθροιστικός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αθροιστικός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα φινλανδικά - urheilu, Sports, urheilulajit, Sportsin, Urheiluaiheiset
  • αθλητικός στα φινλανδικά - roteva, urheilu-, urheilullinen, Atleettinen, Athletic
  • αθωότητα στα φινλανδικά - viattomuus, syyttömyys, viattomuutta, viattomuuden, syyttömyydestä, syyttömyyttään
  • αθωώνω στα φινλανδικά - käyttäytyä, vapauttaa, voineet vapauttaa, todistamaan kantajan syyttömäksi, todistaa sen syyttömäksi, syyttömäksi
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kasautuva, kasautunut, kumulatiivinen, akkumulatiivinen, kertyviä, kertyvä, kertyvät, kertyvien