Αθροιστικός στα τσεχικά
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kumulativní, akumulační, akumulativní, akumulaãní, bioakumulativní
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, αθροιστικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα τσεχικά - atletika, sportovní, Sport, sporty, Sports, tělovýchovy
- αθλητικός στα τσεχικά - atletický, sportovní, lehkoatletický, Athletic, Atletická, atletické
- αθωότητα στα τσεχικά - neznalost, naivita, nevina, nevinnost, prostota, nevinnosti
- αθωώνω στα τσεχικά - zbavit, osvobodit, splatit, zprostit, ospravedlnit, omluvit, zbavila viny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kumulativní, akumulační, akumulativní, akumulaãní, bioakumulativní
Μεταφράσεις: kumulativní, akumulační, akumulativní, akumulaãní, bioakumulativní