Αθροιστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
accumulative
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αθροιστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα ισλανδικά - Íþróttir, Sports, íþrótta, íþróttum
- αθλητικός στα ισλανδικά - Athletic, íþróttum, kraftmikið, íþróttafata, íþróttakeppni
- αθωότητα στα ισλανδικά - sakleysi
- αθωώνω στα ισλανδικά - exculpate
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: accumulative
Μεταφράσεις: accumulative