Αθροιστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нагромаджений, сукупний, кумулятивний, кумулятивне
Αθροιστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αθροιστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα ουκρανικά - атлетика, спортивний, спортивне, спортивного
  • αθλητικός στα ουκρανικά - атлетичний, спортивний, спортивне, спортивного
  • αθωότητα στα ουκρανικά - удача, земля, невинність, безвинність, цноту, цнотливість, невинность
  • αθωώνω στα ουκρανικά - виплатити, виплачувати, виправдайтеся, звільняти, реабілітувати, реабілітовувати
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нагромаджений, сукупний, кумулятивний, кумулятивне