Αθροιστικός στα δανικά
Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkumulerende, kumulative, kumulativ, akkumulative, akkumulerede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθροιστικός
αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, αθροιστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αθλητικά στα δανικά - Sport, Sports, Sport og, Sportsbeklædning
- αθλητικός στα δανικά - atletisk, Athletic, atletiske, sportslige, Sportsbeklædning
- αθωότητα στα δανικά - uskyld, uskyldighed, uskyldig, uskyldsformodning
- αθωώνω στα δανικά - frikende, fritage virksomheden, frigoere
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: akkumulerende, kumulative, kumulativ, akkumulative, akkumulerede
Μεταφράσεις: akkumulerende, kumulative, kumulativ, akkumulative, akkumulerede