Αθροιστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: αθροιστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kumulatiivne, kuhjuv, akumuleeruvad, accumulative, akumulatiivsed
Αθροιστικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αθροιστικός

αθροιστικός πονοκέφαλος, αθροιστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αθροιστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αθλητικά στα εσθονικά - kergejõustik, sport, spordi-, Sports, spordialad
  • αθλητικός στα εσθονικά - atleetlik, sportlik, sportlikud, sportlikku, sportlike
  • αθωότητα στα εσθονικά - süütus, presumptsiooni, presumptsioon, süütuse, süütust
  • αθωώνω στα εσθονικά - käituma, rehabiliteerima, süüst vabastada, Puhastada, süüst vabastama, Vabastab
Τυχαίες λέξεις
Αθροιστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kumulatiivne, kuhjuv, akumuleeruvad, accumulative, akumulatiivsed