Ασκώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упражнение, упражнения, упражняване, упражняването, спорт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκώ
ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασκώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ασκητικός στα βουλγαρικά - аскетичен, аскет, аскетично, аскетична, аскетичното
- ασκητισμός στα βουλγαρικά - аскетизъм, аскетизма, подвижничество, аскетизмът
- ασπίδα στα βουλγαρικά - щит, предпази, предпазят, защита, предпазват
- ασπιρίνη στα βουλγαρικά - аспирин, аспирина, на аспирин, ацетилсалицилова киселина
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: упражнение, упражнения, упражняване, упражняването, спорт
Μεταφράσεις: упражнение, упражнения, упражняване, упражняването, спорт