Ασκώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pratimas, mankšta, naudotis, įgyvendinimas, pratybos
Ασκώ στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ασκώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα λιθουανικά - asketiškas, asketiška, asketas, asketinis, asketai
  • ασκητισμός στα λιθουανικά - asketizmas, asketiškumas, askezė, Ascetyka, Askētisms
  • ασπίδα στα λιθουανικά - skydas, apsauga, apsaugoti, skydo, uždengti, ekranas
  • ασπιρίνη στα λιθουανικά - aspirinas, aspirino, Aspirin, aspiriną, aspirinu
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pratimas, mankšta, naudotis, įgyvendinimas, pratybos