Ασκώ στα δανικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øve, forfølge, motion, øvelse, udøvelsen, udøvelse, udøve
Ασκώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας δανικά, ασκώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα δανικά - asketisk, asketiske, asket, asketen, ascetic
  • ασκητισμός στα δανικά - askese, askesen, asketisme, asketiske
  • ασπίδα στα δανικά - skjold, kofanger, beskytte, skærme, shield, afskærme
  • ασπιρίνη στα δανικά - aspirin, acetylsalicylsyre
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øve, forfølge, motion, øvelse, udøvelsen, udøvelse, udøve