Ασκώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
практыкаванне, Практыкаванні, практыкаваньне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκώ
ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ασκώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ασκητικός στα λευκορωσικά - аскет
- ασκητισμός στα λευκορωσικά - аскетызм, аскетызму
- ασπίδα στα λευκορωσικά - абараняць, шчыт
- ασπιρίνη στα λευκορωσικά - аспірын, асьпірын
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: практыкаванне, Практыкаванні, практыкаваньне
Μεταφράσεις: практыкаванне, Практыкаванні, практыкаваньне