Ασκώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakorlat, gyakorlás, gyakorlására, gyakorlása, gyakorlását
Ασκώ στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ασκώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα ουγγρικά - aszkéta, aszketikus, aszkétikus, aszkézis
  • ασκητισμός στα ουγγρικά - önsanyargatás, aszkézis, aszketizmus, aszketizmust, aszkézist
  • ασπίδα στα ουγγρικά - csiszoló, pártfogó, öregember, polírozó, lökhárító, pajzs, megvédeni, ...
  • ασπιρίνη στα ουγγρικά - aszpirin, aszpirint, az aszpirin, acetilszalicilsav, aszpirinnel
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyakorlat, gyakorlás, gyakorlására, gyakorlása, gyakorlását