Διορίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правоприемник, възлагам, делегирам, Depute
Διορίζω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διορίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα βουλγαρικά - срок, краен срок, Краен срок за, крайния срок
  • διορίζομαι στα βουλγαρικά - назначен, Назначава, Назначава се, е назначен, Избран
  • διορατικός στα βουλγαρικά - прозорлив, проницателно, остър, предвидлив, проницателен
  • διορατικότητα στα βουλγαρικά - прозрение, вникване, проницателност, поглед, представа
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: правоприемник, възлагам, делегирам, Depute