Διορίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
engedményes, feljogosított, jogutód, megbízott, felhatalmazott, felhatalmaz, átruház, Depute
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διορίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διορία στα ουγγρικά - határnap, szó, kifejezés, tag, szakszó, szemeszter, határidő, ...
- διορίζομαι στα ουγγρικά - kijelölt, kinevezett, nevezi, nevezi ki, nevezik ki
- διορατικός στα ουγγρικά - éles, tisztánlátó
- διορατικότητα στα ουγγρικά - bepillantás, betekintést, bepillantást, belátás, rálátást
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: engedményes, feljogosított, jogutód, megbízott, felhatalmazott, felhatalmaz, átruház, Depute
Μεταφράσεις: engedményes, feljogosított, jogutód, megbízott, felhatalmazott, felhatalmaz, átruház, Depute