Διορίζω στα ισπανικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
denominar, señalar, asignar, destinar, nombrar, diputar, Depute, diputado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, διορίζω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διορία στα ισπανικά - mandato, plazo, trimestre, término, expresión, fecha tope, fecha límite, ...
- διορίζομαι στα ισπανικά - invertir, colocar, revestir, situar, nombrado, designado, Nombrada, ...
- διορατικός στα ισπανικά - perspicaz, perspicaces, perspicacia, sagaz, perspicacious
- διορατικότητα στα ισπανικά - perspicacia, penetración, percepción, intuición, visión
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: denominar, señalar, asignar, destinar, nombrar, diputar, Depute, diputado
Μεταφράσεις: denominar, señalar, asignar, destinar, nombrar, diputar, Depute, diputado