Διορίζω στα ιταλικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assegnare, fissare, destinare, deputare, Depute, deputato
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διορίζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διορία στα ιταλικά - espressione, termine, scadenza, termine di, termini, termine ultimo
- διορίζομαι στα ιταλικά - investire, collocare, designato, Nominato, carica, carica dal, In carica
- διορατικός στα ιταλικά - perspicace, perspicacia, perspicacious, perspicaci
- διορατικότητα στα ιταλικά - perspicacia, acume, intuito, visione, intuizione, comprensione, conoscenza
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assegnare, fissare, destinare, deputare, Depute, deputato
Μεταφράσεις: assegnare, fissare, destinare, deputare, Depute, deputato